- ἀφαιρούμενα
- ἀφαιρέωtake away frompres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ἀφαιρέωtake away frompres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀφαιρουμένας — ἀφαιρουμένᾱς , ἀφαιρέω take away from pres part mp fem acc pl (attic epic doric) ἀφαιρουμένᾱς , ἀφαιρέω take away from pres part mp fem gen sg (doric) ἀφαιρουμένᾱς , ἀφαιρέω take away from pres part mp fem acc pl (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαστικός — ή, ό [κλω] 1. αυτός που γίνεται με θραύση ή κατά τμήματα 2. φρ. α) ανατ. «κλαστική ανατομία» αναπαράσταση τού σώματος τού ανθρώπου με τεχνητούς πίνακες που λύνονται, τεμαχίζονται, για να φαίνονται κάτω από τα αφαιρούμενα τεμάχια τα διάφορα μέλη ή … Dictionary of Greek